μιξόθηλυς

μιξόθηλυς
μιξόθηλυς, -υ (Α)
θηλυπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θῆλυς (πρβλ. ανδρό-θηλυς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θήλυς — εια, υ (Α θῆλυς, εια, υ θηλ. και επικ. τ. θήλεα) αυτός που είναι γένους θηλυκού, ο θηλυκός 2. φρ. «το θήλυ γένος» το γένος τών γυναικών 3. (για φυτά) ο καρποφόρος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θήλυ η γυναίκα νεοελλ. (για άνθη) αυτός που έχει ύπερο και… …   Dictionary of Greek

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”